| adagio | αργά, με άνεση |
| aequal, aequalis | συνθέσεις για όργανο και φωνή σε ίδιο ύψος |
| allegro | γρήγορα, ζωρά |
| allegretto | σχεδόν γρήγορα |
| alto | η χαμηλότερη γυναικεία φωνή, μεσόφωνος, όργανο μιας οικογένειας με δεύτερη ή τρίτη φωνή |
| andante | ήρεμα |
| aria | σόλο φωνή με συνοδεία ορχήστρας |
| arpeggio | αρπισμός, άρπισμα, εκτέλεση των φθόγγων μιας συγχορδίας διαδοχικά και όχι ταυτόχρονα |
| basso | βαθύφωνος, όργανο μιας οικογένειας με τη χαμηλότερη ή τη δεύτερη χαμηλότερη φωνή |
| basso continuo | συνεχές βάσιμο, συνοδεία οργάνου στη μουσική του μπαρόκ με συνεχή διαδοχή συγχορδιών |
| BWV= Bach Werksverzeichnis | κατάλογος έργων του J.S. Bach |
| cadenza | δεξιοτεχνικό σόλο του οργανοπαίκτη ή του τραγουδιστή |
| cantabile | τραγουδιστά, μελωδικά |
| cantata | θρησκευτικό ή κοσμικό πολυμερές έργο με λυρικό ύφος, σε αντίθεση με το δραματικό ορατόριο |
| cavatina, cavata | λυρικό τραγούδι όπερας, απλούστερη μορφή της άριας |
| choral | χορωδιακό της προτεσταντικής εκκλησίας, Πολυφωνικό μουσικό σχήμα με διαφορετικές φωνές που παίζονται στον ίδιο ρυθμό, αλλά διαφορετικά τονικά ύψη. |
| coda | ουρά, επίλογος στο τέλος μιας σύνθεσης |
| colla parte, colla voce | ένδειξη για τη συνοδεία να ακολουθεί προσεκτικά και ευέλικτα τη φωνή |
| collegno | στα έγχορδα κτύπημα των χορδών με το ξύλο του δοξαριού, στα κρουστά κτύπημα με το ξύλο και όχι την τσόχα της μπαγκέτας |
| concertino | μικρό κοντσέρτο |
| concerto, konzert | συνήθως τριμερής σύνθεση, στην οποία γίνεται αντιπαράθεση ενός οργάνου με τη συνολική ορχήστρα, έτσι ονομάζεται συχνά (κακώς) η συναυλία |
| concerto grosso | "μεγάλο κοντσέρτο", πολυμερής σύνθεση για ορχήστρα της εποχής του μπαρόκ, στην οποία γίνεται αντιπαράθεση μιας μικρής ομάδας οργάνων με τη συνολική ορχήστρα |
| crescendo | βαθμιαία αύξηση της εντάσεως του ήχου |
| diminuendo | βαθμιαία μείωση της εντάσεως του ήχου |
| divertimento | πολυμερής σύνθεση για μικρή ορχήστρα |
| etude | άσκηση, σπουδή |
| forte, fortissimo | δυνατά, πολύ δυνατά |
| fortepiano | το αρχικό όνομα του πιάνου, λόγω της ιδιότητάς του να παίζει σιγά και δυνατά (και pianorte) |
| fuga | αναπτυγμένη μορφή αντιστικτικής συνθέσεως, στην οποία αντιπαρατίθενται δύο ή περισσότερες φωνές, όπου κάθε μία αρχίζει μόλις φύγει η προηγούμενη. |
| gamelan | ορχήστρα κρουστών μουσικών οργάνων της Ινδονησίας |
| glissando | γλυστρώντας, πέρασμα από ένα ήχο στον επόμενο, ώστε να ακουστούν όλοι οι ενδιάμεσοι |
| KV=Koechel Verzeichnis | κατάλογος Koechel των έργων του W.A. Mozart |
| Kyrie | μέρος της καθολικής λειτουργίας και των αντίστοιχων θρησκευτικών συνθέσεων |
| largo | αργά |
| legato | ομαλή συνέχεια δύο ή περισσότερων φθόγγων, χωρίς διακοπή |
| Lied | "τραγούδι", σύνθεση για φωνή και συνήθως πιάνο |
| Mannheim | πόλη της κεντρική Γερμανίας με ανεπτυγμένη μουσική δράση κατα το 17ο και 18ο αιώνα |
| marcato | στο forte τονισμένα, στο piano καθαρά |
| mazurka | πολωνικός χωρός σε μέτρο 3/4 |
| menuetto, minuet | γαλλικός χωρός σε μέτρο 3/4, μέρος τις σουίτες του μπαρόκ και στις σονάτες και συμφωνίες της κλασικής εποχής |
| modulation, modulazione | μετατροπία, πέρασμα από μία τονικότητα σε μία άλλη |
| nonetto | μουσικό έργο για εννέα όργανα ή φωνές |
| octett | μουσικό έργο για οκτώ όργανα ή φωνές |
| opera | μελοποιημένο θεατρικό έργο για ορχήστρα, σόλο φωνές και χορωδία |
| opus | έργο |
| oratorio | μεγάλο πολυμερές έργο για ορχήστρα, σόλο φωνές και χορωδία, συνήθως με θρησκευτικό περιεχόμενο και δραματικό χαρακτήρα, χωρίς τη σκηνική δράση της όπερας |
| overtura, ouverture | εισαγωγή, το πρώτο μέρος της σουίτας, εναρκτήρια μουσική της ορχήστρας σε όπερα, μπαλέτο κλπ. |
| piano, pianissimo | σιγά, πολύ σιγά |
| pianoforte | το αρχικό όνομα του πιάνου, λόγω της ιδιότητάς του να παίζει σιγά και δυνατά (και pianoforte) |
| pizzicato | εκτέλεση φθόγγων στα έγχορδα με νύξη και όχι με το δοξάρι |
| polka | τσέχικος χωρός σε μέτρο 2/4 |
| quartett | μουσικό έργο για τέσσερα όργανα ή τέσσερις φωνές |
| quintett | μουσικό έργο για πέντε όργανα ή φωνές |
| recitativo | τραγουδιστική απαγγελία |
| requiem | νεκρώσιμη ακολουθία |
| rondo, rondeau | είδος ενόργανης σύνθεσης που απαρτίζεται από θέμα που επανεμφανίζεται περιοδικά και από επεισόδια που αντιπαρατίθενται στο θέμα |
| saltato | παίξιμο έγχορδων με πηδήματα του δοξαριού |
| scherzo | "αστείο", μέρος της συμφωνίας με γρήγορο ρυθμό, αντικατέστησε το μενουέτο |
| septett | μουσικό έργο για επτά όργανα ή επτά φωνές |
| serenata | βραδυνό, μουσική του δειλινού που παίζεται σε ανοικτό χώρο, όμοιο με το ντιβερτιμέντο |
| sextett | μουσικό έργο για έξι όργανα ή έξι φωνές |
| sinfonia | ορχηστρική πολυμερής σύνθεση, βασισμένη στη σονάτα |
| sinfonia concertante | ορχηστρική πολυμερής σύνθεση, μεταξύ συμφωνίας και κοντσέρτου, με δύο ή περισσότερα σολιστικά όργανα |
| solo | έργο για ένα όργανο ή μία φωνή, όργανο ή φωνή που κυριαρχεί σε ένα τμήμα του έργου |
| sonata | τριμερής ή τετραμερής σύνθεση για ένα ή δύο όργανα, από τα οποία το ένα πιάνο (ή οι πρόγονοί του),
έργο που στηρίζεται στην αντιπαράθεση δύο μουσικών θεμάτων, καθένα με έκθεση, επεξεργασία, επαναφορά και κλείσιμο |
| sopranino | χαρακτηρισμός οργάνου με υψηλότερο τόνο από το σοπράνο στη φλογέρα, το κλαρινέτο και το σαξόφωνο |
| soprano | υψίφωνος, όργανο μιας οικογένειας με πρώτη φωνή |
| staccato | διακεκομμένα, διακοπή του ήχου του φθόγγου χωρίς μεταβολή της διάρκειάς του |
| suite | είδος ενόργανης μουσικής, αποτελούμενο από σειρά συγκεκριμένων χορευτικών μερών, ίδιας τονικότητας |
| tenoro | η υψηλότερη ανδρική φωνή, όργανο μιας οικογένειας μετά το άλτο και πριν από το βαρύτονο ή το μπάσο |
| toccata | αντιστικτική σύνθεση για πληκτροφόρα όργανα που χαρακτηρίζεται από πολλά ποικίλματα και εναλλαγές και γρήγορα περάσματα μεταξύ συγχορδιών |
| tombeau | τύμβος, σύνθεση στη μνήμη ενός ποιητή ή συνθέτη |
| timbre | ηχόχρωμα |
| tremolo | τρεμουλιαστό, ταχύτατη επανάληψη του ίδιου φθόγγου |
| trillo | γρήγορη εναλλαγή του κύριου φθόγγου με τον αμέσως υψηλότερο |
| trio | μουσικό έργο για τρία όργανα ή τρεις φωνές |
| tutti | ολόκληρη η ορχήστρα |
| vivace | γρήγορα, ζωρά |
| |
| |
| άλτο | μεσόφωνος, όργανο μιας οικογένειας με δεύτερη ή τρίτη φωνή |
| αντίστιξη | πολυφωνικός συνδυασμός περισσότερων μελωδικών γραμμών, ώστε να προκύπτει αρμονικό σύνολο |
| άρια | σόλο φωνή με συνοδεία ορχήστρας |
| αρμονία | συνήχηση δύο ή περισσότερων φθόγγων |
| αρπισμός | άρπισμα, εκτέλεση των φθόγγων μιας συγχορδίας διαδοχικά και όχι ταυτόχρονα |
| βαρύτονο | ανδρική φωνή μεταξύ τενόρου και μπάσου, όργανο μιας οικογένειας με φωνή μετά το τενόρο και πριν από το μπάσο |
| διάτρηση | η επιμήκης διαμόρφωση του ανοίγματος ενός σωλήνα |
| έγχορδο | όργανο με χορδές που παίζεται με ή χωρίς δοξάρι |
| εμβατήριο | μουσικό έργο με σταθερό ρυθμό που έχει σκοπό να συντονίζει το βηματισμό (στρατιωτικό, χορευτικό, πένθιμο κλπ.) |
| ενορχήστρωση | ο καταμερισμός των ήχων μιας συνθέσεως στα όργανα της ορχήστρας |
| θέμα μουσικό | μουσική ιδέα που αποτελεί βασικό στοιχείο στη δομή ενός μουσικού έργου και επιδέχεται ανάπτυξη και παραλλαγές |
| καβατίνα | λυρικό τραγούδι όπερας, απλούστερη μορφή της άριας |
| καντάτα | θρησκευτικό ή κοσμικό πολυμερές έργο με λυρικό ύφος, σε αντίθεση με το δραματικό ορατόριο |
| καντέντσα | δεξιοτεχνικό σόλο του οργανοπαίκτη ή του τραγουδιστή |
| κλασική εποχή | για τη μουσική η εποχή περίπου από το 1770 μέχρι το 1830 |
| κλίμακα | διαδοχή από γειτονικές νότες, κατά ανιούσα ή κατιούσα φορά |
| κοντσέρτο | συνήθως τριμερής σύνθεση, στην οποία γίνεται αντιπαράθεση ενός οργάνου με τη συνολική ορχήστρα, έτσι ονομάζεται συχνά (κακώς) η συναυλία |
| κοράλ | χορωδιακό της προτεσταντικής εκκλησίας, Πολυφωνικό μουσικό σχήμα με διαφορετικές φωνές που παίζονται στον ίδιο ρυθμό, αλλά διαφορετικά τονικά ύψη. |
| κουαρτέτο | μουσικό έργο για τέσσερα όργανα ή τέσσερις φωνές |
| κουιντέτο | μουσικό έργο για πέντε όργανα ή φωνές |
| κρεσέντο | βαθμιαία αύξηση της εντάσεως του ήχου |
| κυλινδρικός σωλήνας | σωλήνας με σταθερή διατομή, δεν μεταβάλλεται η διατομή κατά μήκος του άξονα |
| κωνικός σωλήνας | σωλήνας με μεταβαλλόμενη διατομή, η διατομή μεταβάλλεται κατά μήκος του άξονα |
| λεγκάτο | ομαλή συνέχεια δύο ή περισσότερων φθόγγων, χωρίς διακοπή |
| μαζούρκα | πολωνικός χωρός σε μέτρο 3/4 |
| μελωδία | "σκοπός", διαδοχική ακολουθία φθόγγων διαφορετικού τονικού ύφους και διαστημάτων |
μενουέτο,
μινουέτο | γαλλικός χωρός σε μέτρο 3/4, μέρος στις σουίτες του μπαρόκ και στις σονάτες και συμφωνίες της κλασικής εποχής |
| μέρος | αυτοτελής υποδιαίρεση ενός μουσικού έργου |
| μετατροπία | πέρασμα από μία τονικότητα σε μία άλλη |
| μέτρο | η τακτική διαδοχή ρυθμικών παλμών |
| μοτίβο | το μικρότερο αναγνωρίσιμο μελωδικό ή ρυθμικό σχήμα |
| μπαρόκ | στη μουσική η εποχή περίπου από το 1600 μέχρι το 1750 |
| μπάσο | βαθύφωνος, όργανο μιας οικογένειας με τη χαμηλότερη ή τη δεύτερη χαμηλότερη φωνή |
| ντιβερτιμέντο | πολυμερής σύνθεση για μικρή ορχήστρα |
| ντιμινουέντο | βαθμιαία μείωση της εντάσεως του ήχου |
| οκτάβα | η οδγόη, διάστημα 8 φθόγγων που περιέχει 6 τόνους |
| όπερα | μελοποιημένο θεατρικό έργο για ορχήστρα, σόλο φωνές και χορωδία |
| οπερέτα | σύντομη όπερα με ανάλαφρο ύφος, κωμικά στοιχεία και διαλόγους σε πεζό λόγο |
| ορατόριο | μεγάλο πολυμερές έργο για ορχήστρα, σόλο φωνές και χορωδία, συνήθως με θρησκευτικό περιεχόμενο και δραματικό χαρακτήρα, χωρίς τη σκηνική δράση της όπερας |
| ορχήστρα | σύνολο οργάνων με καθορισμένο ρόλο για την εκτέλεση μουσικών συνθέσεων |
| ορχήστρα δωματίου | σύνολο μερικών οργάνων, από 2 μέχρι 10, μικρή ορχήστρα |
| ορχήστρα πνευστών | σύνολο πνευστών οργάνων, συνήθως χάλκινων |
οβερτούρα
ουβερτούρα | εισαγωγή, το πρώτο μέρος της σουίτας, εναρκτήρια μουσική της ορχήστρας σε όπερα, μπαλέτο κλπ. |
| παραλλαγή | τροποποίηση ενός θέματος ως προς το ρυθμό, την αρμονία ή τη μελωδία |
| πέμπτη | διάστημα πέντε φθόγγων που περιέχει 3½ τόνους |
| πιτσικάτο | εκτέλεση φθόγγων στα έγχορδα με νύξη και όχι με το δοξάρι |
| πόλκα | τσέχικος χωρός σε μέτρο 2/4 |
| πολυφωνία | η συνήχηση δύο ή περισσότερων φωνών και η δημιουργία ενιαίου ηχητικού συνόλου, διέπεται από τους κανόνες της αντίστιξης |
| ρέκβιεμ | νεκρώσιμη ακολουθία |
| ρεσιτατίβο | τραγουδιστική απαγγελία |
| ρυθμός | η διάταξη των φθόγγων μέσα στο χρόνο |
| σεξτέτο | μουσικό έργο για έξι όργανα ή φωνές |
| σεπτέτο | μουσικό έργο για επτά όργανα ή φωνές |
| σερενάτα | βραδυνό, μουσική του δειλινού που παίζεται σε ανοικτό χώρο, όμοιο με το ντιβερτιμέντο |
| σόλο | έργο για ένα όργανο ή μία φωνή, όργανο ή φωνή που κυριαρχεί σε ένα τμήμα του έργου |
| σονάτα | τριμερής ή τετραμερής σύνθεση για ένα ή δύο όργανα, από τα οποία το ένα πιάνο (ή οι πρόγονοί του), έργο που στηρίζεται στην αντιπαράθεση δύο μουσικών θεμάτων, καθένα με έκθεση, επεξεργασία, επαναφορά και κλείσιμο |
| σοπρανίνο | χαρακτηρισμός οργάνου με υψηλότερο τόνο από το σοπράνο στη φλογέρα, το κλαρινέτο και το σαξόφωνο |
| σοπράνο | υψίφωνος, όργανο μιας οικογένειας με πρώτη φωνή |
| σουίτα | είδος ενόργανης μουσικής, αποτελούμενο από σειρά συγκεκριμένων χορευτικών μερών, ίδιας τονικότητας |
| στακάτο | διακεκομμένα, διακοπή του ήχου του φθόγγου χωρίς μεταβολή της διάρκειάς του |
| συγχορδία | η συνήχηση τριών ή τεσσάρων φθόγγων, συνήθως εννοούμε οποιονδήποτε φθόγγο με την τρίτη και την πέμπτη του |
| συμφωνία | ορχηστρική πολυμερής σύνθεση, βασισμένη στη σονάτα |
| συμφωνία κλασική | συμφωνία της κλασικής εποχής, κυρίως των Haydn, Mozart, Beethoven |
| συμφωνική ορχήστρα | ορχήστρα που εκτελεί έργα συμφωνικής μουσικής |
| συμφωνική ποίηση | είδος μουσικού έργου που εγκαινίασε ο F.Liszt και ευνοεί την περισσότερο ελεύθερη ανάπτυξη και έκφραση των ιδεών, σε σχέση με τη συμφωνία |
| τενόρο | η υψηλότερη ανδρική φωνή, όργανο μιας οικογένειας μετά το άλτο και πριν από το βαρύτονο ή το μπάσο |
| τίμπρο | ηχόχρωμα |
| τοκάτα | αντιστικτική σύνθεση για πληκτροφόρα όργανα που χαρακτηρίζεται από πολλά ποικίλματα και εναλλαγές και γρήγορα περάσματα μεταξύ συγχορδιών |
| τονικότητα | το σύνολο των κανόνων, στους οποίους στηρίζονται οι σχέσεις των ήχων και η δημιουργία των μουσικών κλιμάκων |
| τραγούδι (lied) | σύνθεση για φωνή και συνήθως πιάνο |
| τρέμολο | τρεμουλιαστό, ταχύτατη επανάληψη του ίδιου φθόγγου |
| τρίλια | γρήγορη εναλλαγή του κύριου φθόγγου με τον αμέσως υψηλότερο |
| τρίο | μουσικό έργο για τρία όργανα ή τρεις φωνές |
| τρίτη | διάστημα τριών φθόγγων που περιέχει 3 τόνους η μεγάλη και 1½ τόνο η μικρή |
| φούγκα | αναπτυγμένη μορφή αντιστικτικής συνθέσεως, στην οποία αντιπαρατίθενται δύο ή περισσότερες φωνές, όπου κάθε μία αρχίζει μόλις φύγει η προηγούμενη. |
| φράση μουσική | η πιο σύντομη μελωδική ιδέα |
| |
|