ΜΙΚΡΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
http://www.scribd.com/doc/14572939/-
---
-- Α --
αβυσσαλέος: (επίθ.) .
αγαστός: (επίθ.) .
αδυσώπητος: (επίθ.) .
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) .
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: () .
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: () .
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
αχλός: () .
-- Β --
βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα: μηχανορραφώ, ραδιουργώ..
-- Γ --
γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.
-- Δ --
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) Αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα.
-- Ε --
εκμαυλίζω: () .
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.
ενδόμυχος: (επίθ.) .
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) .
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
-- Ζ --
ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.
-- Η --
-- Θ --
θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: () .
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
-- Ι --
ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ίντριγκα: () .
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
-- Κ --
καθέλκυση: () .
καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.
καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.
καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.
κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.
κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.
κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.
κόλαφος: () .
κωλησιεργώ: () .
-- Λ --
λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.
λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.
-- Μ --
μαυσωλείο: () .
μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.
μέμφομαι: () .
μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.
μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.
μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.
μυσταγωγία: () .
-- Ν --
νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
νηπενθής: (.) .
-- Ξ --
-- Ο --
[Πάνω]ουραγός: (.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.
ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.
-- Π --
παιανίζω: () .
πακτωλός: () .
πανάκεια: (.) .
παρεισφρύω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.
παχυλός: (επίθ.) 1. παχουλός 2. (μτφ.) α) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός: "παχυλοί μισθοί", β) ο πλήρης, ο τέλειος. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
πένης: (επίθ.) φτωχός.
πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.
πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.
-- Ρ --
ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.
-- Σ --
σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω στάχυα / (μτφ.) διαλέγω, απανθίζω. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
-- Τ --
ταλανίζω: (ρ.) .
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.
τιμαλφές: (ουσ. ουδ.) πολύτιμο αντικείμενο, ιδιαίτερο κόσμημα.
τραγέλαφος: () .
τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.
-- Υ --
υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.
υποθάλπτω: () .
υπονομεύω: () .
υποσκάπτω: () .
υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια) εμφανίζομαι πάλι, ξανακυλώ.
υφέρπουσα: (.) .
-- Φ --
φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.
φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.
φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.
-- Χ --
χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.
χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.
-- Ψ --
ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.